- περιαυτολογία
- ητο να λέει κανείς επαινετικά για τον εαυτό του, καυχησιολογία, κομπασμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιαυτολογία — περιαυτολογίᾱ , περιαυτολογία speaking about oneself fem nom/voc/acc dual περιαυτολογίᾱ , περιαυτολογία speaking about oneself fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυτολογίᾳ — περιαυτολογίᾱͅ , περιαυτολογία speaking about oneself fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυτολογία — ἡ, ΝΑ [περιαυτολογώ] το να μιλά κανείς και μάλιστα επαινετικά για τον εαυτό του, μεγαλαυχία, καυχησιολογία … Dictionary of Greek
περιαυτολογίας — περιαυτολογίᾱς , περιαυτολογία speaking about oneself fem acc pl περιαυτολογίᾱς , περιαυτολογία speaking about oneself fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυτολογίαν — περιαυτολογίᾱν , περιαυτολογία speaking about oneself fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυτολογικός — ή, ό / περιαυτολογικός, ή, όν, ΝΜ [περιαυτολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιαυτολογία, κομπαστικός. επίρρ... περιαυτολογικώς και ά / περιαυτολογικώς και ά, ΝΜ με περιαυτολογία, κομπαστικά … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
ιδιολογία — η (Α ἰδιολογία) [ιδιολόγος] νεοελλ. το να μιλάει κάποιος συστηματικά για τον εαυτό του, η περιαυτολογία αρχ. 1. ιδιαίτερη συνομιλία 2. υποκειμενική θεωρία κάποιου … Dictionary of Greek
κομπορρημοσύνη — η (Μ κομπορρημοσύνη) [κομπορρήμων] μεγαλαυχία, περιαυτολογία, κομπασμός … Dictionary of Greek
ξούρα — η 1. το ξύρισμα («πάτησε μια ξούρα» έκανε ένα καλό ξύρισμα) 2. μτφ. ψευτιά, περιαυτολογία («όλο ξούρες τής λέει για να τήν πείσει»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξουρίζω. Η λ. με τη δεύτερη σημ. υποχωρητικά από το ουσ. ξούρας] … Dictionary of Greek